Η τελευταία και η πρώτη
του Απόστολου Σαραντίδη
Ενθυμούμαι πολύ καλά την προ εικοσαετίας περίπου επίσκεψη στην πόλη της Καβάλας δύο γυναικών, μιας υπέργηρης κυρίας και της κόρης της προερχόμενες από τις Ηνωμένες Πολιτείες που δεν μιλούσαν καθόλου σχεδόν τα ελληνικά, δήλωναν όμως Ελληνίδες και δη Πόντιες.
Ο τύπος ενδιαφέρθηκε και τις ακολούθησε τότε στην επίσκεψή τους σε διαφορετικά μέρη της Ελλάδας και μάλιστα στον Δήμο και στην τότε Νομαρχία Καβάλας, οι επικεφαλείς των οποίων ετίμησαν στο πρόσωπό τους και ιδιαίτερα της γιαγιάς την τελευταία γιαγιά όλων των Ποντίων, την αρχόντισσα του Πόντου όπως εγράφη, τη Σάνο Χάλο ή Ευθυμία Βαρυτιμίδου του Χαραλάμπους, σύζυγο Αβραάμ Χάλο.
Στην πραγματικότητα επρόκειτο για την τελευταία επιζήσασα μιας γενοκτονίας. Αυτό που αργότερα και η ίδια έμαθε να γίνεται λόγος για γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού και που σήμερα γνωρίζουμε άριστα ότι η δεκάχρονη Ευθυμία τότε ήταν από τους ελάχιστους επιζήσαντες από την κορύφωση μιας οργανωμένης και από δεκαετίες μεθοδευμένης γενοκτονικής εξόντωσης του συνόλου των χριστιανικών μικρασιατικών πληθυσμών, Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων.
Η Σάνο Χάλο με την προσωπική της μαρτυρία για τα πάθη που είχε υποστεί στη γενέτειρα της, στον Πόντο, όπως αυτά κατεγράφησαν από την κόρη της, Θία Χάλο (Thea Halo) στο βιβλίο «Not Even My Name» ("Ούτε Καν το Όνομα Μου"), πρόβαλε σε όλο τον κόσμο το μείζον ζήτημα της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας και γενικότερα όλων των χριστιανικών λαών της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το βιβλίο εξιστορεί τη δραματική πορεία θανάτου από τον Πόντο μέχρι τον Λίβανο της δεκάχρονης Σάνο, κατά την οποία ξεκληρίστηκε όλη η οικογένειά της και την συνταρακτική αναζήτηση των πατρογονικών της εστιών εβδομήντα χρόνια μετά ώστε να ανακαλύψει την εθνική της ταυτότητα και το οικογενειακό της όνομα μέσα από τις θολές παιδικές αναμνήσεις.
Η εξιστόρηση με τα ίδια της τα λόγια συγκλονιστική με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Πώς άντεξε, πώς δραπέτευε και πώς τελικά διασώθηκε και έφτασε στον Νέο Κόσμο για την καινούργια ζωή. Η μητρική γλώσσα ξεχάστηκε. Αυτό που ποτέ δεν ξέχασε όμως ήταν η προσευχή που της είχε μάθει ο παππούς της, το «πάτερ ημών», σταθερό σημείο αναφοράς στην μετέπειτα αναζήτηση της ρίζας αλλά και της ελληνικής ιθαγένειας, στην προσπάθεια περισσότερο να αυτοπροσδιοριστεί εθνικά και ιστορικά. Κρατώντας σαν φυλακτό τις θύμησες, τις διηγήθηκε και τις κατέγραψε με την πένα της κόρης διδάσκοντας το ανείπωτο δράμα των χριστιανών της Μικράς Ασίας.
Στις 12 Ιουνίου του 2009 στο Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στη Νέα Υόρκη, οι κυρίες Σάνο και Θία Χάλο ορκίστηκαν ενώπιον της Γενικής Προξένου και τους απονεμήθηκε τιμητικά η ελληνική υπηκοότητα. Η τακτοποίηση της πολιτογράφησης των δύο κυριών αποτελούσε διακαή τους πόθο και πάγιο αίτημα των Ποντίων της Αμερικής.
Η Ευθυμία Βαρυτιμίδου πριν από λίγα χρόνια απέτισε το κοινόν χρέος και έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 105 ετών. Τη συνοδεύουν στη νέα της ζωή η γνώση του παρελθόντος της από τους νεότερους που το χρέος τους είναι να μη λησμονήσουν τουλάχιστον από το μέλλον των αγέννητων, όχι με σημαιοστολισμούς και πανηγύρια αλλά με την «Κυριακή Προσευχή» που η ίδια διαφύλαξε για πάνω από έναν αιώνα και με κινήσεις που θα καταφθάνουν ίσαμε τη θάλασσα του Πόντου.
Η δεύτερη, που είναι η πρώτη - εν ζωή ευτυχώς ακόμη - η οποία δαπάνησε είκοσι τρία συναπτά έτη για τους εγκλωβισμένους μαθητές της στην Καρπασία της Κύπρου στην προσπάθεια διατήρησης της Ελληνικής Παιδείας στα κατεχόμενα Σχολεία της νήσου, παραμένοντας μόνη εκεί. Ο λόγος, για την Κύπρια δασκάλα Ελένη Φωκά. Και σε αυτή την περίπτωση οι λεπτομέρειες και τα ιστορούμενα γεγονότα αρχικά εξοργίζουν. Κατόπιν, διακρίνεις την ουσία που λυτρώνει.
Δεν ξεχνούμε ούτε τις συναδέλφισσές της Γιαννούλα Βασιλείου και Δέσποινα Μουρούζη. Ούτε την έντιμη και έντονη προσπάθεια που πραγματοποιείται αυτή την ώρα στη Θράκη.
Η Ελένη Φωκά με την αξιοπρέπεια που τη διακρίνει και τους χαμηλούς τόνους που κρατά, συνεχίζει να διδάσκει. Τη σκυτάλη στα κατεχόμενα τώρα έχουν παραλάβει άλλοι. Άξιοι και δίκαιοι. Μέχρι την τελική λύση στα κατεχόμενα. Η πρώτη λάμψη όμως και η διατήρηση της φλόγας για τρεις δεκαετίες, καταλυτική. Δείκτης και προσανατολισμός από πυξίδα που δεν εγκατέλειψε τον μαγνητισμό της αγάπης στα πάτρια ούτε ταράχτηκε όσο κι αν φοβήθηκε.
Η τελευταία επιζήσασα εξακολουθεί να ζει μέσα από το παρελθόν της στο μέλλον των δισεγγόνων της. Η πρώτη διδάξασα παραδίδει την εμπειρία του αδιανόητου στο εφικτό.
Με τέτοια πρότυπα παραδείγματα και άλλα πολλά παρόμοια, το τούνελ είναι τελικά διάτρητο από ανοίγματα και πόρους και διάστικτο από φώτα και φωταψίες. Οι σκοτεινές γωνίες καθόλου δεν ενοχλούν. Μάλλον προστατεύουν την έξοδο.